- ακρόδοχας
- οτο προεξέχον ανώτατο μέρος τών τοίχων ενός οικοδομήματος, το οποίο, όταν καλυφθεί με πλάκες, συγκρατεί με χώμα ή πηλό την επίστρωση οριζόντιας στέγης.[ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος + δέχομαι αντί ακροδόχος (πρβλ. ακρο- (Ι))ο αναβιβασμός του τόνου αναλογικά προς λ. όπως: πυρόβολος, πυρόμαχος κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.